σόλιασμα — το το να περνά κάποιος σόλες στα παπούτσια: Τα παπούτσια τρύπησαν και χρειάζονται σόλιασμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σόλιασμα — το, Ν [σολιάζω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού σολιάζω … Dictionary of Greek